- ἀνθρωπινώτερος
- ἀνθρώπινοςofmasc nom comp sgἀνθρώπινοςofmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κινάβρα — η (Α κινάβρα) 1. η ιδιάζουσα οσμή τών τράγων, τραγίλα 2. (για πρόσ.) η μυρωδιά τού ιδρώτα αρχ. 1. η γενειάδα («ἀνθρωπινώτερος νῡν ἀναπέφηνας άποθέμενος σαυτοῡ τήν κινάβραν», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Φώτ.) α) μικρολογία β) τα περιττώματα γ) το πυκνό … Dictionary of Greek